στλεγγίδα

στλεγγίδα
η / στλεγγίς, -ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α
(στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές για να αφαιρέσουν από το σώμα τους το λάδι με το οποίο αλείβονταν πριν από τον αγώνα και το χώμα, την άμμο και τον ιδρώτα που κολλούσαν σ' αυτό
νεοελλ.
είδος ξύστρας με παράλληλα οδοντωτά ελάσματα για τον καθαρισμό τού δέρματος τών αλόγων, ξυστρί
αρχ.
1. είδος κυρτών ξυστρών με το πίσω κοίλο μέρος τών οποίων αντλούσαν νερό («στλεγγίδας λαβοῡσαι ἔπειτα σιφωνίζομεν τὸν οἶνον», Αριστοφ.)
2. είδος διαδήματος διακοσμημένου με μεταλλικά ελάσματα, συνήθως χρυσά, το οποίο είτε τό χρησιμοποιούσαν στους αγώνες ως έπαθλο αντί για στέφανο είτε τό φορούσαν οι θεωροί που στέλνονταν σε μαντείο, επίσημη γιορτή ή θυσία (α. «στλεγγίδα χρυσῆν ἑκάστῳ τῶν θρανιτῶν ἐδεδώρητο», Πολ.
β. «τὰ δὲ ἆθλα ἦσαν στλεγγίδες χρυσαῑ», Ξεν.
γ. «καλάμοις στεφανοῡσθαι ἤ στλεγγίδι», Ηρακλείδ.)
3. παροιμ. φρ. «οὐδ' ἐστὶν αὐτῇ στλεγγὶς οὐδὲ λήκυθος» — δηλώνει τη φτώχεια (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθανότατα δάνειος, άγνωστης προέλευσης. Έχει ωστόσο διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το χεττιτ. ištalk-(iya)-, ištalgāi- «ομαλύνω, ισοπεδώνω». Χαρακτηριστική είναι η ποικιλία τών τ. με την οποία εμφανίζεται η λ.: στελγ(γ)ίς, στεργίς, στρεγγίς, στλιγγίς, γεγονός που οφείλεται είτε στο πολύπλοκο αρκτικό συμφωνικό σύμπλεγμα στλ- (η μοναδική λ. τής Ελληνικής με αρκτικό σύμπλεγμα στλ-) είτε στην ευρεία χρήση της στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στλεγγίδα — στλεγγίς scraper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στλεγγίδ' — στλεγγίδα , στλεγγίς scraper fem acc sg στλεγγίδι , στλεγγίς scraper fem dat sg στλεγγίδε , στλεγγίς scraper fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστλεγγίζω — ἀποστλεγγίζω (Α) 1. καθαρίζω με τη στλεγγίδα 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) οἱ ἀπεστλεγγισμένοι καθαροί μετά από ξύσιμο με στλεγγίδα …   Dictionary of Greek

  • αποστλέγγισμα — ἀποστλέγγισμα, το (Α) η ακαθαρσία του δέρματος που βγαίνει με τη στλεγγίδα …   Dictionary of Greek

  • αστλέγγιστος — ἀστλέγγιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στλεγγίζω < στλεγγίς «είδος ξύστρας, με την οποία καθάριζαν τη ρυπαρότητα του σώματος στο λουτρό ή στην παλαίστρα»] …   Dictionary of Greek

  • γλοιός — (I) γλοιός, ά, όν (AM) αυτός που ξεφεύγει εύκολα, ο υποκριτής, ο πανούργος αρχ. νωθρός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλοιός, ο]. (II) ο (Α γλοιός) κάθε κολλώδης ή λιπαρή ουσία, κόλλα αρχ. 1. λάδι και σκόνη, που αφαιρείται με τη στλεγγίδα απ το σώμα τών …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • ξυστίς — ξυστίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πολυτελές ένδυμα από μαλακό ύφασμα με διάφορα ποικίλματα, που φορούσαν οι γυναίκες τής ανώτατης τάξης και το οποίο έφθανε μέχρι τα πόδια 2. μακρύς χιτώνας που φορούσαν οι άνδρες, κυρίως οι ηνίοχοι σε αρματοδρομίες, ως… …   Dictionary of Greek

  • ξυστρίδα — η (Α ξυστρίς, ίδος) ξύστρα, στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ημερ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στεγγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. στλεγγίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”